- κατάντικρα
- επίρρ. βλ. καταντικρύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταντικρύ — και κατάντικρα και κατάντικρυ και καταντίκρυ (AM καταντικρύ) επίρρ. ακριβώς απέναντι, αντικριστά (α. «καταντικρύ στο σπίτι βρίσκεται η εκκλησία» β. «εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῡ σπηλαίου προσπιπτύσας», Πλάτ.) αρχ. 1. αντιθέτως («κατὰ τὴν… … Dictionary of Greek